νώνυμ(ν)ος

νώνυμ(ν)ος
νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)
1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος
3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νώνυμος < στερητ. πρόθημα νη-* + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν-ώνυμος. Ο τ. νώνυμνος είναι επικός και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα πρέπει να είναι μακρά (πρβλ. δίδυμος— δίδυμνος, απάλαμος—απάλαμνος). Το -ω-τών τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • nĕ1, nē, nei —     nĕ1, nē, nei     English meaning: negative particle     Deutsche Übersetzung: Satznegation der reinen Verneigung     Note: (ne einzelsprachlich also Wortnegation geworden)     Material: nĕ: O.Ind. ná “not”, néd (náid) ds., Av. ap. na “not” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”